- κοντσερτίνο
- το1. μουσική σύνθεση για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα, συνήθως σε ένα μέρος ή σε περισσότερα σύντομα μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή2. μικρή ορχήστρα από τρία βιολιά και βιολοντσέλο, αλλ. κουαρτέτο εγχόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertino].
Dictionary of Greek. 2013.