κοντσερτίνο

κοντσερτίνο
το
1. μουσική σύνθεση για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα, συνήθως σε ένα μέρος ή σε περισσότερα σύντομα μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή
2. μικρή ορχήστρα από τρία βιολιά και βιολοντσέλο, αλλ. κουαρτέτο εγχόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ντεσάου, Πάουλ — (Paul Dessau, Αμβούργο 1894 – 1979). Γερμανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Με την επικράτηση του ναζισμού κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε έως το 1948. Όταν επέστρεψε στο Βερολίνο τιμήθηκε με το εθνικό Βραβείο της πρώην Ανατολικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”